Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
View word page
καθέδρα
καθέδρα καθ-έδρα, ἡ, a seat, κ. τοῦ λαγῶ a hareʼs seat or form, Xen. the posture of sitting, ἐν τῇ καθέδρᾳ while they were sitting idle, Thuc.

ShortDef

a seat

Debugging

Headword:
καθέδρα
Headword (normalized):
καθέδρα
Headword (normalized/stripped):
καθεδρα
IDX:
16223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16236
Key:
kaqe/dra

Data

{'content': 'καθέδρα\n καθ-έδρα, ἡ,\n a seat, κ. τοῦ λαγῶ a hareʼs seat or form, Xen.\n the posture of sitting, ἐν τῇ καθέδρᾳ while they were sitting idle, Thuc.', 'key': 'kaqe/dra'}