Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
View word page
καθαρτικός
καθαρτικός from κᾰθαρτής κᾰθαρτικός, for cleansing or purifying, Plat.
ShortDef
for cleansing
Debugging
Headword:
καθαρτικός
Headword (normalized):
καθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
καθαρτικος
IDX:
16222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16235
Key:
kaqartiko/s
Data
{'content': 'καθαρτικός\n from κᾰθαρτής\n κᾰθαρτικός,\n for cleansing or purifying, Plat.', 'key': 'kaqartiko/s'}