Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
View word page
καθαρτής
καθαρτής κᾰθαρτής, οῦ, καθαίρω a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.

ShortDef

a cleanser

Debugging

Headword:
καθαρτής
Headword (normalized):
καθαρτής
Headword (normalized/stripped):
καθαρτης
IDX:
16221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16234
Key:
kaqarth/s

Data

{'content': 'καθαρτής\n κᾰθαρτής, οῦ,\n καθαίρω\n a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.', 'key': 'kaqarth/s'}