Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθαρίζω
καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
View word page
κάθαρσις
κάθαρσις κάθαρσις, εως καθαίρω a cleansing from guilt or defilement, purification, Lat. lustratio, Hdt., Plat.
ShortDef
a cleansing
Debugging
Headword:
κάθαρσις
Headword (normalized):
κάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
καθαρσις
IDX:
16220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16233
Key:
ka/qarsis
Data
{'content': 'κάθαρσις\n κάθαρσις, εως\n καθαίρω\n a cleansing from guilt or defilement, purification, Lat. lustratio, Hdt., Plat.', 'key': 'ka/qarsis'}