Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθάρειος
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαρίζω
καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
View word page
καθαρότης
καθαρότης from κᾰθᾰρός κᾰθᾰρότης, ητος, cleanness, purity, in moral sense, Plat.

ShortDef

cleanness, purity

Debugging

Headword:
καθαρότης
Headword (normalized):
καθαρότης
Headword (normalized/stripped):
καθαροτης
IDX:
16217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16230
Key:
kaqaro/ths

Data

{'content': 'καθαρότης\n from κᾰθᾰρός\n κᾰθᾰρότης, ητος,\n cleanness, purity, in moral sense, Plat.', 'key': 'kaqaro/ths'}