Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφός
Ἁλωάς
ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
View word page
ἀλωή
ἀλωή ἀλέω: Epic for ἅλως. a threshing-floor, ἱερὰς κατʼ ἀλωάς Il.; μεγάλην κατʼ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατʼ ἀλ. Il. a garden, orchard, vineyard, v. γουνός.
ShortDef
a threshing-floor
Debugging
Headword:
ἀλωή
Headword (normalized):
ἀλωή
Headword (normalized/stripped):
αλωη
IDX:
1623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1623
Key:
a)lwh/
Data
{'content': 'ἀλωή\n ἀλέω: Epic for ἅλως.\n a threshing-floor, ἱερὰς κατʼ ἀλωάς Il.; μεγάλην κατʼ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατʼ ἀλ. Il.\n a garden, orchard, vineyard, v. γουνός.', 'key': 'a)lwh/'}