Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθαγίζω
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαρίζω
καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
View word page
καθαρμόζω
καθαρμόζω fut. σω to join or fit to, τί τινι Eur.
ShortDef
to join
Debugging
Headword:
καθαρμόζω
Headword (normalized):
καθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
καθαρμοζω
IDX:
16214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16227
Key:
kaqarmo/zw
Data
{'content': 'καθαρμόζω\n fut. σω\n to join or fit to, τί τινι Eur.', 'key': 'kaqarmo/zw'}