Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθάπαν
καθάπαξ
καθά
καθαγίζω
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαρίζω
καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
View word page
καθαρειότης
καθαρειότης (or -ιότης), ητος, cleanliness, purity, Hdt., Xen.
ShortDef
cleanliness, purity
Debugging
Headword:
καθαρειότης
Headword (normalized):
καθαρειότης
Headword (normalized/stripped):
καθαρειοτης
IDX:
16211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16224
Key:
kaqario/ths
Data
{'content': 'καθαρειότης\n (or -ιότης), ητος,\n cleanliness, purity, Hdt., Xen.', 'key': 'kaqario/ths'}