Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
καθάπαξ
καθά
καθαγίζω
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαρίζω
καθαρειότης
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
View word page
καθαρεύω
καθαρεύω fut. σω καθαρός to be clean or pure, Plat.: —c. gen. to be clean or free from guilt, Plut.; also, κ. ἀπʼ αὐτοῦ (sc. τοῦ σώματος) Plat.; also, καθ. γνώμῃ to be pure or clear in mind, Ar.

ShortDef

to be clean

Debugging

Headword:
καθαρεύω
Headword (normalized):
καθαρεύω
Headword (normalized/stripped):
καθαρευω
IDX:
16209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16222
Key:
kaqareu/w

Data

{'content': 'καθαρεύω\n fut. σω\n καθαρός\n to be clean or pure, Plat.: —c. gen. to be clean or free from guilt, Plut.; also, κ. ἀπʼ αὐτοῦ (sc. τοῦ σώματος) Plat.; also, καθ. γνώμῃ to be pure or clear in mind, Ar.', 'key': 'kaqareu/w'}