Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
καθάπαξ
καθά
καθαγίζω
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
View word page
καθαιρετός
καθαιρετός καθαιρετός, to be taken or achieved, Thuc. from καθαιρέω
ShortDef
to be taken
Debugging
Headword:
καθαιρετός
Headword (normalized):
καθαιρετός
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετος
IDX:
16197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16210
Key:
kaqaireto/s
Data
{'content': 'καθαιρετός\n καθαιρετός,\n to be taken or achieved, Thuc.\n from καθαιρέω', 'key': 'kaqaireto/s'}