Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
καθάπαξ
καθά
καθαγίζω
καθαπτός
View word page
καθαιρετέος
καθαιρετέος καθαιρετέος, α, ον verb. adj. of καθαιρέω, to be put down, Thuc.
ShortDef
to be put down
Debugging
Headword:
καθαιρετέος
Headword (normalized):
καθαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετεος
IDX:
16195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16208
Key:
kaqairete/os
Data
{'content': 'καθαιρετέος\n καθαιρετέος, α, ον\n verb. adj. of καθαιρέω,\n to be put down, Thuc.', 'key': 'kaqairete/os'}