καθαιρετέος
καθαιρετέος
καθαιρετέος, α, ον
verb. adj. of καθαιρέω,
to be put down, Thuc.
{
"content": "καθαιρετέος\n καθαιρετέος, α, ον\n verb. adj. of καθαιρέω,\n to be put down, Thuc.",
"key": "kaqairete/os"
}