Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Καδμηΐς
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
καθάπαξ
καθά
View word page
κάθαιμος
κάθαιμος κάθ-αιμος, ον αἷμα bloodstained, bloody, Eur.

ShortDef

bloodstained, bloody

Debugging

Headword:
κάθαιμος
Headword (normalized):
κάθαιμος
Headword (normalized/stripped):
καθαιμος
IDX:
16193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16206
Key:
ka/qaimos

Data

{'content': 'κάθαιμος\n κάθ-αιμος, ον\n αἷμα\n bloodstained, bloody, Eur.', 'key': 'ka/qaimos'}