Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Καδμεῖος
Καδμηΐς
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
καθάπαξ
View word page
καθαιματόω
καθαιματόω = καθαιμάσσω, Eur., Ar.
ShortDef
make bloody, sprinkle or stain with blood
Debugging
Headword:
καθαιματόω
Headword (normalized):
καθαιματόω
Headword (normalized/stripped):
καθαιματοω
IDX:
16192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16205
Key:
kaqaimato/w
Data
{'content': 'καθαιματόω\n = καθαιμάσσω, Eur., Ar.', 'key': 'kaqaimato/w'}