Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καδίσκος
Καδμεῖος
Καδμηΐς
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
καθάπαν
View word page
καθαιμάσσω
καθαιμάσσω fut. ξω to make bloody, sprinkle or stain with blood, Aesch., Eur.
ShortDef
to make bloody, sprinkle
Debugging
Headword:
καθαιμάσσω
Headword (normalized):
καθαιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
καθαιμασσω
IDX:
16191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16204
Key:
kaqaima/ssw
Data
{'content': 'καθαιμάσσω\n fut. ξω\n to make bloody, sprinkle or stain with blood, Aesch., Eur.', 'key': 'kaqaima/ssw'}