Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καγχαλάω
καδίσκος
Καδμεῖος
Καδμηΐς
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθάλλομαι
καθαίρω
View word page
καθαιμακτός
καθαιμακτός καθαιμακτός, bloodstained, bloody, Eur. from καθαιμάσσω

ShortDef

bloodstained, bloody

Debugging

Headword:
καθαιμακτός
Headword (normalized):
καθαιμακτός
Headword (normalized/stripped):
καθαιμακτος
IDX:
16190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16203
Key:
kaqaimakto/s

Data

{'content': 'καθαιμακτός\n καθαιμακτός,\n bloodstained, bloody, Eur.\n from καθαιμάσσω', 'key': 'kaqaimakto/s'}