Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
View word page
ἁγίζω
ἁγίζω ἄγος to hallow, dedicate, Soph.
ShortDef
to hallow, dedicate
Debugging
Headword:
ἁγίζω
Headword (normalized):
ἁγίζω
Headword (normalized/stripped):
αγιζω
IDX:
162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n162
Key:
a(gi/zw
Data
{'content': 'ἁγίζω\n ἄγος\n to hallow, dedicate, Soph.', 'key': 'a(gi/zw'}