Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἴων
Ἴωνες:
ἰώ
Ἰώ
ἰῶτα
ἰῶτα
ἰωχμός
Κάβειροι
κάγκανος
καγχάζω
καγχαλάω
καδίσκος
Καδμεῖος
Καδμηΐς
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
Κάειρα
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
View word page
καγχαλάω
καγχαλάω καγχᾰλάω, to laugh aloud, Lat. cachinnari, in Epic forms, 3rd pl. καγχαλόωσι Il.; part. καγχαλόων, -όωσα Hom. (Like καχάζω, formed from the sound.)

ShortDef

to laugh aloud

Debugging

Headword:
καγχαλάω
Headword (normalized):
καγχαλάω
Headword (normalized/stripped):
καγχαλαω
IDX:
16180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16193
Key:
kagxala/w

Data

{'content': 'καγχαλάω\n καγχᾰλάω,\n to laugh aloud, Lat. cachinnari, in Epic forms, 3rd pl. καγχαλόωσι Il.; part. καγχαλόων, -όωσα Hom. (Like καχάζω, formed from the sound.)', 'key': 'kagxala/w'}