Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄλυς
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφός
Ἁλωάς
ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
View word page
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοσιτέω σῖτος to eat barley-bread, Xen.

ShortDef

to eat barley-bread

Debugging

Headword:
ἀλφιτοσιτέω
Headword (normalized):
ἀλφιτοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοσιτεω
IDX:
1619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1619
Key:
a)lfitosite/w

Data

{'content': 'ἀλφιτοσιτέω\n σῖτος\n to eat barley-bread, Xen.', 'key': 'a)lfitosite/w'}