Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυολύμης
ἰχθυοτρόφος
ἰχθυοφάγος
ἰχθυπαγής
ἰχθυσιληϊστήρ
ἰχθύς
ἰχθυφάγος
ἰχθυώδης
Ἰχναῖος
ἰχνεία
ἰχνελάτης
ἰχνεύμων
ἴχνευσις
ἰχνευτής
ἰχνεύω
ἴχνιον
ἰχνοπέδη
View word page
ἰχθυφάγος
ἰχθυφάγος ἰχθῠ-φάγος (ᾰ), ον = ἰχθυοφάγος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰχθυφάγος
Headword (normalized):
ἰχθυφάγος
Headword (normalized/stripped):
ιχθυφαγος
IDX:
16149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16163
Key:
i)xqufa/gos
Data
{'content': 'ἰχθυφάγος\n ἰχθῠ-φάγος (ᾰ), ον\n = ἰχθυοφάγος, Anth.', 'key': 'i)xqufa/gos'}