Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰφιγένεια
ἴφιος
ἶφι
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολέω
ἰχθυβόλος
ἰχθυβόρος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυολύμης
ἰχθυοτρόφος
ἰχθυοφάγος
ἰχθυπαγής
ἰχθυσιληϊστήρ
ἰχθύς
ἰχθυφάγος
View word page
ἰχθυηρός
ἰχθυηρός ἰχθυηρός, ἰχθύς fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.

ShortDef

fishy, scaly

Debugging

Headword:
ἰχθυηρός
Headword (normalized):
ἰχθυηρός
Headword (normalized/stripped):
ιχθυηρος
IDX:
16139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16153
Key:
i)xquhro/s

Data

{'content': 'ἰχθυηρός\n ἰχθυηρός,\n ἰχθύς\n fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.', 'key': 'i)xquhro/s'}