Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰυγμός
ἴυγξ
ἰύζω
ἰυκτής
ἴφθιμος
Ἰφιγένεια
ἴφιος
ἶφι
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολέω
ἰχθυβόλος
ἰχθυβόρος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυολύμης
ἰχθυοτρόφος
View word page
ἰχθυβολέω
ἰχθυβολέω ἰχθυβολέω, fut. -ήσω to strike fish, Anth. from ἰχθυβόλος

ShortDef

to strike fish

Debugging

Headword:
ἰχθυβολέω
Headword (normalized):
ἰχθυβολέω
Headword (normalized/stripped):
ιχθυβολεω
IDX:
16134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16148
Key:
i)xqubole/w

Data

{'content': 'ἰχθυβολέω\n ἰχθυβολέω,\n fut. -ήσω\n to strike fish, Anth.\n from ἰχθυβόλος', 'key': 'i)xqubole/w'}