Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰυγή
ἰυγμός
ἴυγξ
ἰύζω
ἰυκτής
ἴφθιμος
Ἰφιγένεια
ἴφιος
ἶφι
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολέω
ἰχθυβόλος
ἰχθυβόρος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυολύμης
View word page
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολεύς ἰχθυβολεύς, έως, = ἰχθυβόλος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰχθυβολεύς
Headword (normalized):
ἰχθυβολεύς
Headword (normalized/stripped):
ιχθυβολευς
IDX:
16133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16147
Key:
i)xquboleu/s
Data
{'content': 'ἰχθυβολεύς\n ἰχθυβολεύς, έως,\n = ἰχθυβόλος, Anth.', 'key': 'i)xquboleu/s'}