Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἴστωρ
ἰσχάδιον
ἴσχαιμος
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
ἰσχίον
ἰσχναίνω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνόφωνος
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυριστέος
ἰσχυρός
ἰσχύς
ἰσχύω
ἴσχω
ἴσως
Ἰταλία
Ἰταλιώτης
View word page
ἰσχνός
ἰσχνός ἰσχνός, ή, όν ἴσχω dry, withered, lean, meagre, Ar.
ShortDef
dry, withered, lean, meagre
Debugging
Headword:
ἰσχνός
Headword (normalized):
ἰσχνός
Headword (normalized/stripped):
ισχνος
IDX:
16100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16114
Key:
i)sxno/s
Data
{'content': 'ἰσχνός\n ἰσχνός, ή, όν\n ἴσχω\n dry, withered, lean, meagre, Ar.', 'key': 'i)sxno/s'}