Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
ἴστωρ
ἰσχάδιον
ἴσχαιμος
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
ἰσχίον
ἰσχναίνω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνόφωνος
View word page
ἰσχάδιον
ἰσχάδιον ἰσχάδιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of ἰσχάς, Ar.
ShortDef
dim. of ἰσχάς, dried fig
Debugging
Headword:
ἰσχάδιον
Headword (normalized):
ἰσχάδιον
Headword (normalized/stripped):
ισχαδιον
IDX:
16091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16105
Key:
i)sxa/dion
Data
{'content': 'ἰσχάδιον\n ἰσχάδιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of ἰσχάς, Ar.', 'key': 'i)sxa/dion'}