Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
ἴστωρ
ἰσχάδιον
ἴσχαιμος
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
ἰσχίον
ἰσχναίνω
ἰσχνοπάρειος
View word page
ἱστουργός
ἱστουργός *ἔργω a worker at the loom.

ShortDef

a worker at the loom, weaver

Debugging

Headword:
ἱστουργός
Headword (normalized):
ἱστουργός
Headword (normalized/stripped):
ιστουργος
IDX:
16089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16103
Key:
i(stourgo/s

Data

{'content': 'ἱστουργός\n *ἔργω\n a worker at the loom.', 'key': 'i(stourgo/s'}