Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
ἴστωρ
ἰσχάδιον
ἴσχαιμος
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
ἰσχίον
View word page
ἱστουργέω
ἱστουργέω ἱστουργέω, fut. -ήσω from ἱστουργός to work at the loom, Soph.

ShortDef

to work at the loom, weave

Debugging

Headword:
ἱστουργέω
Headword (normalized):
ἱστουργέω
Headword (normalized/stripped):
ιστουργεω
IDX:
16087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16101
Key:
i(stourge/w

Data

{'content': 'ἱστουργέω\n ἱστουργέω,\n fut. -ήσω\n from ἱστουργός\n to work at the loom, Soph.', 'key': 'i(stourge/w'}