Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
ἴστωρ
ἰσχάδιον
ἴσχαιμος
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
View word page
ἱστότονος
ἱστότονος ἱστό-τονος, ον τείνω stretched in the loom, Ar.

ShortDef

stretched in the loom

Debugging

Headword:
ἱστότονος
Headword (normalized):
ἱστότονος
Headword (normalized/stripped):
ιστοτονος
IDX:
16086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16100
Key:
i(sto/tonos

Data

{'content': 'ἱστότονος\n ἱστό-τονος, ον\n τείνω\n stretched in the loom, Ar.', 'key': 'i(sto/tonos'}