Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
ἴστωρ
ἰσχάδιον
View word page
ἱστοπόνος
ἱστοπόνος ἱστο-πόνος, ον working at the loom, Anth.

ShortDef

working at the loom

Debugging

Headword:
ἱστοπόνος
Headword (normalized):
ἱστοπόνος
Headword (normalized/stripped):
ιστοπονος
IDX:
16081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16095
Key:
i(stopo/nos

Data

{'content': 'ἱστοπόνος\n ἱστο-πόνος, ον\n working at the loom, Anth.', 'key': 'i(stopo/nos'}