Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργός
View word page
ἱστοπέδη
ἱστοπέδη a hole in the keel for stepping the mast, Od.

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
ἱστοπέδη
Headword (normalized):
ἱστοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ιστοπεδη
IDX:
16079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16093
Key:
i(stope/dh

Data

{'content': 'ἱστοπέδη\n a hole in the keel for stepping the mast, Od.', 'key': 'i(stope/dh'}