Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
View word page
ἱστοβοεύς
ἱστοβοεύς βοῦς the plough-tree or pole, Hes.

ShortDef

the plough-tree

Debugging

Headword:
ἱστοβοεύς
Headword (normalized):
ἱστοβοεύς
Headword (normalized/stripped):
ιστοβοευς
IDX:
16077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16091
Key:
i(stoboeu/s

Data

{'content': 'ἱστοβοεύς\n βοῦς\n the plough-tree or pole, Hes.', 'key': 'i(stoboeu/s'}