Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστός
ἱστότονος
View word page
ἱστίον
ἱστίον ἱστίον, ου, τό, ἱστός any web, a sail, ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν to lower or furl sail, Od.; ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις to keep the sails close-reefed, Ar.

ShortDef

any web, a sail

Debugging

Headword:
ἱστίον
Headword (normalized):
ἱστίον
Headword (normalized/stripped):
ιστιον
IDX:
16076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16090
Key:
i(sti/on

Data

{'content': 'ἱστίον\n ἱστίον, ου, τό,\n ἱστός\n any web, a sail, ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν to lower or furl sail, Od.; ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις to keep the sails close-reefed, Ar.', 'key': 'i(sti/on'}