Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
ἱστορικός
View word page
ἱστάω
ἱστάω ἱστάω, collat. form of ἵστημι, Hdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱστάω
Headword (normalized):
ἱστάω
Headword (normalized/stripped):
ισταω
IDX:
16074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16088
Key:
i(sta/w

Data

{'content': 'ἱστάω\n ἱστάω,\n collat. form of ἵστημι, Hdt.', 'key': 'i(sta/w'}