Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσότιμος
ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστορία
View word page
ἱστάνω
ἱστάνω ἱστάνω, late form of ἵστημι, NTest., etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱστάνω
Headword (normalized):
ἱστάνω
Headword (normalized/stripped):
ιστανω
IDX:
16073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16087
Key:
i(sta/nw
Data
{'content': 'ἱστάνω\n ἱστάνω,\n late form of ἵστημι, NTest., etc.', 'key': 'i(sta/nw'}