Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἴσος
ἰσοστάσιος
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
ἰσοτελής
ἰσότης
ἰσοτιμία
ἰσότιμος
ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
ἱστίον
View word page
ἰσοχειλής
ἰσοχειλής ἰσο-χειλής, ές χεῖλος level with the brim, Xen.

ShortDef

level with the brim

Debugging

Headword:
ἰσοχειλής
Headword (normalized):
ἰσοχειλής
Headword (normalized/stripped):
ισοχειλης
IDX:
16066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16080
Key:
i)soxeilh/s

Data

{'content': 'ἰσοχειλής\n ἰσο-χειλής, ές\n χεῖλος\n level with the brim, Xen.', 'key': 'i)soxeilh/s'}