Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσοσκελής
ἴσος
ἰσοστάσιος
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
ἰσοτελής
ἰσότης
ἰσοτιμία
ἰσότιμος
ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
ἰσοψηφία
ἰσόψηφος
ἰσόψυχος
ἰσόω
ἴς
ἱστάνω
ἱστάω
ἵστημι
View word page
ἰσοφόρος
ἰσοφόρος ἰσο-φόρος, ον φέρω bearing or drawing equal weights, equal in strength, Od.
ShortDef
bearing
Debugging
Headword:
ἰσοφόρος
Headword (normalized):
ἰσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ισοφορος
IDX:
16065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16079
Key:
i)sofo/ros
Data
{'content': 'ἰσοφόρος\n ἰσο-φόρος, ον\n φέρω\n bearing or drawing equal weights, equal in strength, Od.', 'key': 'i)sofo/ros'}