Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσοπλάτων
ἰσοπληθής
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπία
ἰσόρροπος
ἰσοσκελής
ἴσος
ἰσοστάσιος
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
ἰσοτελής
ἰσότης
ἰσοτιμία
ἰσότιμος
ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσόχνοος
View word page
ἰσοστάσιος
ἰσοστάσιος ἰσο-στάσιος, ον ἵστημι in equipoise with, equivalent to, τινι Plut., Luc.

ShortDef

in equipoise with, equivalent to

Debugging

Headword:
ἰσοστάσιος
Headword (normalized):
ἰσοστάσιος
Headword (normalized/stripped):
ισοστασιος
IDX:
16057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16071
Key:
i)sosta/sios

Data

{'content': 'ἰσοστάσιος\n ἰσο-στάσιος, ον\n ἵστημι\n in equipoise with, equivalent to, τινι Plut., Luc.', 'key': 'i)sosta/sios'}