Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
ἰσόπαλος
ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσοπλάτων
ἰσοπληθής
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπία
ἰσόρροπος
ἰσοσκελής
ἴσος
ἰσοστάσιος
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
ἰσοτελής
ἰσότης
View word page
ἰσοπληθής
ἰσοπληθής ἰσο-πληθής, ές equal in number or quantity, τινι to a person or thing, Thuc.
ShortDef
equal in number
Debugging
Headword:
ἰσοπληθής
Headword (normalized):
ἰσοπληθής
Headword (normalized/stripped):
ισοπληθης
IDX:
16051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16065
Key:
i)soplhqh/s
Data
{'content': 'ἰσοπληθής\n ἰσο-πληθής, ές\n equal in number or quantity, τινι to a person or thing, Thuc.', 'key': 'i)soplhqh/s'}