Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
ἰσόπαλος
ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσοπλάτων
ἰσοπληθής
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπία
ἰσόρροπος
ἰσοσκελής
ἴσος
ἰσοστάσιος
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
View word page
ἰσοπλατής
ἰσοπλατής ἰσο-πλᾰτής, ές πλάτος equal in breadth, τινι to a thing, Thuc.
ShortDef
equal in breadth
Debugging
Headword:
ἰσοπλατής
Headword (normalized):
ἰσοπλατής
Headword (normalized/stripped):
ισοπλατης
IDX:
16049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16063
Key:
i)soplath/s
Data
{'content': 'ἰσοπλατής\n ἰσο-πλᾰτής, ές\n πλάτος\n equal in breadth, τινι to a thing, Thuc.', 'key': 'i)soplath/s'}