Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξις
ἀλύπητος
ἄλυπος
ἄλυρος
ἅλυσις
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
ἀλύσκω
ἄλυς
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
View word page
ἀλυσιτελής
ἀλυσιτελής unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.

ShortDef

unprofitable

Debugging

Headword:
ἀλυσιτελής
Headword (normalized):
ἀλυσιτελής
Headword (normalized/stripped):
αλυσιτελης
IDX:
1606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1606
Key:
a)lusitelh/s

Data

{'content': 'ἀλυσιτελής\n unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.', 'key': 'a)lusitelh/s'}