Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσομοιρία
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
ἰσόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
ἰσόπαλος
ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσοπλάτων
ἰσοπληθής
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπία
ἰσόρροπος
ἰσοσκελής
View word page
ἰσοπαλής
ἰσοπαλής ἰσο-πᾰλής, ές πάλος equal in the struggle, well-matched, Hdt. generally, equivalent, Thuc.
ShortDef
equal in the struggle, well-matched
Debugging
Headword:
ἰσοπαλής
Headword (normalized):
ἰσοπαλής
Headword (normalized/stripped):
ισοπαλης
IDX:
16045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16059
Key:
i)sopalh/s
Data
{'content': 'ἰσοπαλής\n ἰσο-πᾰλής, ές\n πάλος\n equal in the struggle, well-matched, Hdt.\n generally, equivalent, Thuc.', 'key': 'i)sopalh/s'}