Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρία
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
ἰσόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
ἰσόπαλος
ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσοπλάτων
ἰσοπληθής
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπία
ἰσόρροπος
View word page
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπάλαιστος ἰσο-πάλαιστος, ον παλαιστή a span long, Anth.
ShortDef
a span long
Debugging
Headword:
ἰσοπάλαιστος
Headword (normalized):
ἰσοπάλαιστος
Headword (normalized/stripped):
ισοπαλαιστος
IDX:
16044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16058
Key:
i)sopa/laistos
Data
{'content': 'ἰσοπάλαιστος\n ἰσο-πάλαιστος, ον\n παλαιστή\n a span long, Anth.', 'key': 'i)sopa/laistos'}