Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσομάτωρ
ἰσόμαχος
ἰσομεγέθης
ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρία
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
ἰσόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
ἰσόπαλος
ἰσόπεδον
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
View word page
ἰσόνεκυς
ἰσόνεκυς ἰσό-νεκυς, υος dying equally or alike, Eur.
ShortDef
dying equally
Debugging
Headword:
ἰσόνεκυς
Headword (normalized):
ἰσόνεκυς
Headword (normalized/stripped):
ισονεκυς
IDX:
16039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16053
Key:
i)so/nekus
Data
{'content': 'ἰσόνεκυς\n ἰσό-νεκυς, υος\n dying equally or alike, Eur.', 'key': 'i)so/nekus'}