Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλσώδης
ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξις
ἀλύπητος
ἄλυπος
ἄλυρος
ἅλυσις
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
ἀλύσκω
ἄλυς
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
View word page
ἅλυσις
ἅλυσις Deriv. uncertain a chain, Hdt., Eur.

ShortDef

a chain

Debugging

Headword:
ἅλυσις
Headword (normalized):
ἅλυσις
Headword (normalized/stripped):
αλυσις
IDX:
1605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1605
Key:
a(/lusis

Data

{'content': 'ἅλυσις\n Deriv. uncertain\n a chain, Hdt., Eur.', 'key': 'a(/lusis'}