Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσοθεόω
ἰσοκίνδυνος
ἰσόκληρος
ἰσοκρατής
ἰσομάτωρ
ἰσόμαχος
ἰσομεγέθης
ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρία
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
ἰσόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπάλαιστος
ἰσοπαλής
View word page
ἰσομοιρία
ἰσομοιρία ἰσομοιρία, ἡ, an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. from ἰσόμοιρος
ShortDef
an equal share, partnership
Debugging
Headword:
ἰσομοιρία
Headword (normalized):
ἰσομοιρία
Headword (normalized/stripped):
ισομοιρια
IDX:
16035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16049
Key:
i)somoiri/a
Data
{'content': 'ἰσομοιρία\n ἰσομοιρία, ἡ,\n an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc.\n from ἰσόμοιρος', 'key': 'i)somoiri/a'}