Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσοβασιλεύς
ἰσόγαιος
ἰσογονία
ἰσοδαίμων
ἰσοδίαιτος
ἰσόδρομος
ἰσοζυγής
ἰσόθεος
ἰσοθεόω
ἰσοκίνδυνος
ἰσόκληρος
ἰσοκρατής
ἰσομάτωρ
ἰσόμαχος
ἰσομεγέθης
ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρία
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
View word page
ἰσόκληρος
ἰσόκληρος ἰσό-κληρος, ον equal in property, Plut.

ShortDef

equal in property

Debugging

Headword:
ἰσόκληρος
Headword (normalized):
ἰσόκληρος
Headword (normalized/stripped):
ισοκληρος
IDX:
16027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16041
Key:
i)so/klhros

Data

{'content': 'ἰσόκληρος\n ἰσό-κληρος, ον\n equal in property, Plut.', 'key': 'i)so/klhros'}