Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰσήριθμος
Ἴσθμια
Ἰσθμιάς
ἴσθμιον
ἴσθμιος
Ἰσθμόθεν
Ἰσθμόθι
Ἰσθμοῖ
ἰσθμός
ἰσθμώδης
Ἰσιακός
Ἶσις
ἴσκε
ἴσκω
ἰσοβασιλεύς
ἰσόγαιος
ἰσογονία
ἰσοδαίμων
ἰσοδίαιτος
ἰσόδρομος
ἰσοζυγής
View word page
Ἰσιακός
Ἰσιακός Ἰ_σιᾰκός, ή, όν of or for Isis:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth. from Ἶσις

ShortDef

of or for Isis

Debugging

Headword:
Ἰσιακός
Headword (normalized):
ἰσιακός
Headword (normalized/stripped):
ισιακος
IDX:
16013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16027
Key:
*)isiako/s

Data

{'content': 'Ἰσιακός\n Ἰ_σιᾰκός, ή, όν\n of or for Isis:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth.\n from Ἶσις', 'key': '*)isiako/s'}