Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰσαίτατος
ἰσαίτερος
ἰσάμιλλος
ἰσάργυρος
ἰσάριθμος
ἰσηγορία
ἰσῆλιξ
ἰσήρης
ἰσήριθμος
Ἴσθμια
Ἰσθμιάς
ἴσθμιον
ἴσθμιος
Ἰσθμόθεν
Ἰσθμόθι
Ἰσθμοῖ
ἰσθμός
ἰσθμώδης
Ἰσιακός
Ἶσις
ἴσκε
View word page
Ἰσθμιάς
Ἰσθμιάς Ἰσθμιάς, άδος, ἴσθμιον II Isthmian, Thuc.
ShortDef
Isthmian
Debugging
Headword:
Ἰσθμιάς
Headword (normalized):
ἰσθμιάς
Headword (normalized/stripped):
ισθμιας
IDX:
16005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16019
Key:
*)isqmia/s
Data
{'content': 'Ἰσθμιάς\n Ἰσθμιάς, άδος,\n ἴσθμιον II\n Isthmian, Thuc.', 'key': '*)isqmia/s'}