Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
View word page
ἀγητός
ἀγητός ἄγαμαι admirable, wondrous, c. acc. rei, εἶδος ἀγητός admirable in form, Il.; εἶδος ἀγητοί wonderful in form only, as a reproach, Il.; c. dat. rei, ἀγ. χρήμασι Solon.

ShortDef

admirable, wondrous

Debugging

Headword:
ἀγητός
Headword (normalized):
ἀγητός
Headword (normalized/stripped):
αγητος
IDX:
160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n160
Key:
a)ghto/s

Data

{'content': 'ἀγητός\n ἄγαμαι\n admirable, wondrous, c. acc. rei, εἶδος ἀγητός admirable in form, Il.; εἶδος ἀγητοί wonderful in form only, as a reproach, Il.; c. dat. rei, ἀγ. χρήμασι Solon.', 'key': 'a)ghto/s'}