Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱππώδης
ἱππωνία
ἱππωνέω
ἱππών
ἴπτομαι
ἰρήν
Ἶρις
ἰσάγγελος
View word page
ἵππουρις
ἵππουρις ἵππ-ουρις, ιδος οὐρά fem. adj. horse-tailed, decked with a horse-tail, of helmets, Hom.

ShortDef

horse-tailed, decked with a horse-tail

Debugging

Headword:
ἵππουρις
Headword (normalized):
ἵππουρις
Headword (normalized/stripped):
ιππουρις
IDX:
15982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15996
Key:
i(/ppouris

Data

{'content': 'ἵππουρις\n ἵππ-ουρις, ιδος\n οὐρά\n fem. adj. horse-tailed, decked with a horse-tail, of helmets, Hom.', 'key': 'i(/ppouris'}