Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱππώδης
ἱππωνία
ἱππωνέω
ἱππών
ἴπτομαι
ἰρήν
Ἶρις
View word page
ἱπποτυφία
ἱπποτυφία ἱππο-τῡφία, ἡ, τῦφος horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.

ShortDef

horse-pride

Debugging

Headword:
ἱπποτυφία
Headword (normalized):
ἱπποτυφία
Headword (normalized/stripped):
ιπποτυφια
IDX:
15981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15995
Key:
i(ppotufi/a

Data

{'content': 'ἱπποτυφία\n ἱππο-τῡφία, ἡ,\n τῦφος\n horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.', 'key': 'i(ppotufi/a'}